- εὐλιτάνευτος
- εὐλῐτάνευτος [ᾰ], ον, ([etym.] λιτανεύω)A easily entreated, Sch.A.R.1.1141.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευλιτάνευτος — εὐλιτάνευτος, ον (Α) αυτός που ενδίδει εύκολα σε παρακλήσεις, που εξευμενίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιτανεύω] … Dictionary of Greek
εὐλιτάνευτος — easily entreated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)